Άμπσαλον

Άμπσαλον
(Absalon, Φιένεσλεβ 1128 – Μονή του Σορ 1201). Δανός ιεράρχης, πολιτικός και στρατιωτικός. Υπήρξε από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες στην ιστορία της Δανίας. Σπούδασε στο Παρίσι, χειροτονήθηκε επίσκοπος του Ρόσκιλντ και μετά αρχιεπίσκοπος της Λουντ (1178). Άσκησε μεγάλη επίδραση στη δανέζικη πολιτική ως σύμβουλος του βασιλιά Βαλντεμάρ Α’ και ως αντιβασιλιάς επί βασιλείας του Κνουτ Δ’. Καταπολέμησε την πειρατεία στη Βαλτική, πήρε μέρος σε πολλές εκστρατείες κατά των Σλάβων (Βένδων) και συνέβαλε στην κατάκτηση της Πομερανίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μπέγιερ, Άμπσαλον Πέντερσεν — (Absalon Pedersen Beyer, 1528 – 1575). Νορβηγός ανθρωπιστής. Σπούδασε θεολογία στην Κοπεγχάγη και στο Βίτενμπεργκ, όπου άσκησε μεγάλη επίδραση στις ιδέες του o Μελάγχθων και οι μαθητές του. Ο Ά. υπήρξε αργότερα ιδρυτής της πρώτης ουμανιστικής… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Κοπεγχάγη — (δαν. Kobenhavn). Πόλη (499.148κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Δανίας και της ομώνυμης κομητείας (526 τ. χλμ., 615.115 κάτ.). Είναι χτισμένη κατά ένα μέρος στο ανατολικό άκρο του νησιού Σγελάνδη και κατά ένα μέρος στο βόρειο άκρο του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Σάξων ο Γραμματικός — (Saxo Gramma licus). Δανός ιστορικός (; 1150 περίπου ; μετά το 1216). Εκκλησιαστικός στην υπηρεσία του επίσκοπου Άμπσαλον, επιφορτίστηκε απ’ αυτόν να γράψει μια ιστορία της Δανίας. Η Ιστορία των Δανών (Gesta Danorum) είναι γραμμένη σε μια πομπώδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”